-
1 λαθραῖος
λαθραῖος, auch 2 Endgn, heimlich, verstohlen, vor Jemand verborgen, δίκην ἄτης λαϑραίου, Aesch. Ag. 1203; τὰ δὲ λαϑραῖ' ὃς ἀσκεῖ μὴ πρέποντ' αὐτῷ κακά Soph. Trach. 383, öfter; λαϑραῖον ὠδῖνα, Eur. Ion 45; δόλοις λαϑραίοις, Ar. Ran. 1143 u. sp. D.; λαϑραία κύπρις, Euhul. bei Ath. XIII, 569 a; u. in Prosa, λαϑραῖον ϑάνατον ἐπιβουλεύειν τινί, Meuchelmord, Andoc. 4, 15; λαϑραιότερον γένος, Plat. Legg. VI, 781 a. – Häufiger noch im adv., οὐκ ἐξαίφνης ἀλλὰ λαϑραίως, Aesch. Prom. 1079; Eur. u. Folgde; ὡς μάλιστα δύνανται λαϑραιότατα Antiph. 1, 28. – Auch c. gen., λαϑραίως τῆς μητρός, ohne Wissen der Mutter, Alciphr. 3, 27.
-
2 λαθραῖος
λαθραῖος, heimlich, verstohlen, vor j-m verborgen; λαϑραῖον ϑάνατον ἐπιβουλεύειν τινί, Meuchelmord. Auch c. gen., λαϑραίως τῆς μητρός, ohne Wissen der Mutter
См. также в других словарях:
λαθραίος — α, ο (Α λαθραῑος, ον, θηλ. και α) αυτός που γίνεται μυστικά, κρυφά, που διαφεύγει την προσοχή τών ἄλλων (α. «λαθραίος έρωτας» β. «ἀλλὰ καὶ λαθραῑον θάνατον ἐπεβούλευσε Καλλία», Ανδοκ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) α) το λαθραίο… … Dictionary of Greek